O Kαβάφης ως επιστολογράφος

Η προσωπικότητα του Κ. Π. Καβάφη προβάλλει ανάγλυφη στα ημερολόγια και τα αυτοβιογραφικά του σημειώματα, ενώ συμπληρώνεται με σημαίνουσες πληροφορίες από το επιστολικό του αρχείο. Από τα γράμματα που άλλοτε αποστέλλει και άλλοτε λαμβάνει ο ποιητής, συνάγει κανείς αρκετά στοιχεία για τον χαρακτήρα του και τον τρόπο που ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται, παρότι συχνά το αρχείο αλληλογραφίας του ποιητή λειτουργεί «ως επί το πλείστον, στο πλαίσιο ενός χρηστικού λόγου, σχολαστικά οργανωμένου γύρω από το ποιητικό του έργο».1 Έτσι, παρά τον πλούτο του αρχείου αλληλογραφίας του Κ. Π. Καβάφη, συχνά έχει επισημανθεί ότι ο ποιητής «δεν ανήκει στο γένος των αλληλογράφων» 2 από την άποψη ότι δεν φαίνεται να καλλιεργεί τον επιστολικό λόγο με ιδιαίτερη έγνοια και φροντίδα , όπως άλλοι συγγραφείς της εποχής του.


«Από την εποχή που ζούσε ο ποιητής ως τις μέρες μας, έχουν δημοσιευτεί κατά διαστήματα διάφορες καβαφικές επιστολές που απευθύνονται σε φίλους, σε συγγενικά πρόσωπα και σε ομότεχνους. Το σύνολο των επιστολών αυτών έχουν περιστασιακό χαρακτήρα και δεν υποκρύπτουν μια εκατέρωθεν συστηματική και μακροχρόνια αλληλογραφία, με μοναδική εξαίρεση την αλληλογραφία Καβάφη-Φόρστερ.»3


Όπως έχει συχνά επισημανθεί, ο Καβάφης αντιμετώπιζε την αλληλογραφία περισσότερο ως πρακτική ανάγκη και όργανο επικοινωνίας.4 Τα γράμματά του θα μπορούσαν σχηματικά να ενταχθούν στις εξής κατηγορίες: στις επιστολές όπου κυριαρχεί η έγνοια του για την πρόσληψη του έργου του, σε ευχαριστίες ή ανταλλαγή φιλοφρονήσεων, ενώ υπάρχουν και ιδιωτικές επιστολές με τα κοντινά του πρόσωπα, όπου αναφέρονται τα κοινωνικά νέα και οι έγνοιες της ιδιωτικής ζωής. Ακόμη και στις τελευταίες, όμως, όπως συχνά αναφέρεται στην κριτική, ο Καβάφης δείχνει νηφαλιότητα και αυτοσυγκράτηση, αποκαλύπτοντας ελάχιστα πράγματα για τον εαυτό του.5


Αυτή είναι μια στάση που φαίνεται να γίνεται αντιληπτή και στους σύγχρονούς του, όπως φαίνεται από τις επιστολές των φίλων του, Μικέ Ράλλη, Στέφανου Σκυλίτση και Τζων Ροδοκανάκη, όταν ο ποιητής βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη. Το 1883, σε επιστολή του προς τον Κ. Π. Καβάφη, ο Στέφανος Σκυλίτσης, εξέφραζε τη δυσαρέσκειά του, παραπονούμενος ότι ο ποιητής δεν αναφέρει τίποτα για την προσωπική του ζωή. Πρόκειται για επιστολή του τεκμηρίου GR-OF CA CA-SF02-S01-SS01-F18-SF002-0015 (1746), https://cavafy.onassis.org/el/object/ndbt-cx43-3cgh/.



Ο Peter Jeffreys επισημαίνει ότι ανάλογο επιστολογραφικό στιλ χαρακτηρίζει και την αλληλογραφία του Κ. Π. Καβάφη με τον Βρετανό πεζογράφο E. M. Forster. Οι δύο άντρες άρχισαν να συναναστρέφονται για πρώτη φορά τη διετία 1916-1918, όταν ο Forster βρέθηκε στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά η γραπτή τους επικοινωνία καλύπτει τα χρόνια 1917-1932. Στα χρόνια αυτά, ο διαχυτικός τόνος του Forster βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις λακωνικές απαντήσεις του Καβάφη. Ο τελευταίος φαίνεται να αντιμετωπίζει εντελώς χρηστικά το μέσο της επιστολής «για να εκφράσει πρακτικά θέματα, όπως θα αναμενόταν άλλωστε από έναν υπάλληλο γραφείου εκπαιδευμένο επαγγελματικά στην εποπτεία και την επιμέλεια επίσημης αλληλογραφίας.»6



Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επικοινωνία του Κ. Π. Καβάφη με τον μετέπειτα κληρονόμο του αρχείου του, Αλέκο Σεγκόπουλο. Στην αρχειακή υποενότητα Αλέκου και Ρίκας Σεγκοπούλου σώζονται αρκετές επιστολές. Οι περισσότερες επιστολές του Καβάφη αναφέρονται σε δύο περιόδους: στο διάστημα διαμονής του Σεγκόπουλου στη Βένχα (1918-1919), και στα έτη 1928 και 1930, όταν το ζεύγος Αλέκου και Ρίκας Σεγκοπούλου ταξιδεύει στην Αθήνα.


Κατά το διάστημα 1918-1919, ο Καβάφης γράφει τακτικά στον Σεγκόπουλο, που ζει και εργάζεται στη Βένχα, ζητώντας να μάθει νέα του, και μεταφέροντας ο ίδιος νέα από την Αλεξάνδρεια. Όπως έχει παρατηρηθεί, στην αλληλογραφία αυτή «ο επιστολικός λόγος δεν ενεργοποιεί αυτόματα τον μηχανισμό της αυτοαφήγησης ή της αυτοπεριγραφής όπως συνήθως συμβαίνει […].»7 Ο Καβάφης δεν μιλά σχεδόν καθόλου για τον εαυτό του. Αντιθέτως, ρωτά επίμονα να μάθει τα νέα του Σεγκόπουλου, «χωρίς ο ίδιος να αναλώνεται ισότιμα σε προσωπικές εξιστορήσεις ή έστω και σε σκόρπιες αναμνηστικές αφηγήσεις.»8 Βασικές θεματικές στη μεταξύ τους επικοινωνία είναι οι συχνές αναφορές του Καβάφη στις αδιαθεσίες του, η καταλογογράφηση των ημερομηνιών παραλαβής των επιστολών και η μεταφορά κοινωνικών ειδήσεων.9 Πολύ συχνά, ο Καβάφης αναφέρεται στα συναισθήματά του, που σχετίζονται αποκλειστικά με την απουσία του παραλήπτη των επιστολών.


Για να διαβάσετε τις επιστολές του Κ. Π. Καβάφη προς τον Αλέκο Σεγκόπουλο, μπορείτε να επιλέξετε το Reading Mode άνω δεξιά. Οι επιστολές έχουν μεταγραφεί από την Κατερίνα Γκίκα.

Μπορείτε να δείτε τις επιστολές στον εξής υπερσύνδεσμο: https://bit.ly/3dRzw0B.

Στο αρχείο διασώζονται επίσης τα σχέδια επιστολών του Καβάφη προς τον Αλέκο και την Ρίκα Σεγκοπούλου, τα οποία μπορείτε να δείτε εδώ: https://bit.ly/3dQwJVp.


Στην επιστολή με ημερομηνία 17/10/1918, του τεκμηρίου GR-OF CA SING-S01-F02-SF001-0005 (1406), https://cavafy.onassis.org/el/object/dagk-yd6a-reyz/, ο Καβάφης αναφέρει αναλυτικά στον Σεγκόπουλο ποια από τα γράμματά του έχει λάβει («Έλαβα το γράμμα σου της 16ης.― Aφού με λες ότι έλαβες το γράμμα μου της 14ης, υποθέτω ότι θα έλαβες και τα προηγούμενα της 12ης και 13ης.― Σ’ έγραψα και χθες.», Λήψη 1η). Του μεταφέρει νέα, ενώ αναφέρει ελάχιστα πράγματα για τον εαυτό του, όπως τη χαρά που του προξενεί η μεταξύ τους αλληλογραφία («Tο τι μ’ ευχαρίστησε το γράμμα σου, δεν περιγράφεται. Σε κάθε γραμμή του, αναγνωρίζω τον καλό μου Aλέκο», Λήψη 3).


Παρομοίως, σε επιστολή του, λίγες μέρες αργότερα, στις 29/10/1918, ο Καβάφης ρωτά ξανά αν ο Σεγκόπουλος έλαβε τα γράμματά του, μνημονεύοντας τις αντίστοιχες ημερομηνίες («Σε ζητώ μια μικρή χάρι, την οποίαν είμαι βέβαιος δεν θα με αρνηθείς. Mόλις λάβεις το γράμμα μου αυτό, γράψε με δυο, τρεις γραμμές ― να μάθω που είσαι καλά. Aνέφερέ με επίσης εάν έλαβες τα γράμματά μου της 23ης, 25ης, και 27ης». Λήψη 1η). Μπορείτε να δείτε την επιστολή στο τεκμήριο. GR-OF CA SING-S01-F02-SF001-0012 (1413), https://cavafy.onassis.org/el/object/dw8k-qrgq-t6fq/.


Στις 20/11/1918, ο Καβάφης αναφέρεται διεξοδικά στη δυσφορία που του προκαλεί η απουσία του Σεγκόπουλου ενώ εκφράζει τις ανησυχίες του για εκείνον:


«[…] Tο όλον ζήτημα της διαμονής σου εις Bένχαν είναι παράξενο. Eίναι διαμονή δυσάρεστη για σένα, και διαμονή την οποίαν δεν σ’ εσύστησεν η οικογένειά σου.  Ειργάσθης πλέον του ενός έτους στο κατάστημα Περαίου. Eιργάσθης ευσυνείδητα. Mε τόσην εμπορική κίνησι που ακούω που γένεται τώρα, δεν μπορεί (μετά ένα μήνα, ας πούμε) να σε χρησιμοποιήσουν, να σε βρεθεί μια δουλειά, στην Aλεξάνδρεια;
Mε θλίβει την ψυχήν να υποφέρεις, να είσαι εις τόσην αθυμίαν […].»- (Τέλος 1ης και αρχή 2ης Λήψης)


Μπορείτε να δείτε ολόκληρη την επιστολή στο τεκμήριο GR-OF CA SING-S01-F02-SF001-0020 (1421), https://cavafy.onassis.org/el/object/q5tn-7hrp-whw3/.

 

Οι επιστολές προς τον Αλέκο και τη Ρίκα Σεγκοπούλου, κατά τα έτη 1928 και 1930, έχουν λιγότερο προσωπικό χαρακτήρα, και αφορούν περισσότερο διεκπεραιωτικά ζητήματα, γύρω από τη λειτουργία του περιοδικού Αλεξανδρινή Τέχνη και την προώθηση του καβαφικού έργου στην Αθήνα. Ο παραλήπτης των επιστολών δεν είναι πάντοτε ο ίδιος. Ο Καβάφης άλλοτε απευθύνεται στη Ρίκα και άλλοτε στον Αλέκο Σεγκόπουλο.


Για με τις σχέσεις του Κ. Π. Καβάφη με το ζεύγος Αλέκου και Ρίκας Σεγκοπούλου, ο Βαγγέλης Καραγιάννης σημειώνει τα εξής:

«Ο Αλέκος Σεγκόπουλος, ο κληρονόμος του ποιητή, και η πρώτη σύζυγός του Ρίκα, (κόρη Αγαλλιανού και αργότερα σύζυγος του Ν. Καραγιάννη), η στενή φίλη, στην οποία εμπιστευόταν ο Καβάφης τις σκέψεις του, είναι γνωστό πως αυτοί ήταν εκείνοι που είχανε ζήσει στο στενό σπιτικό του περιβάλλον της οδού Λέψιους κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, αυτοί που τον συνόδεψαν στην Αθήνα στα 1932 για θεραπεία, και οι μόνοι που δεν ξεκόλλησαν από το προσκεφάλι του, από την πρώτη ώρα που μπήκε στο Νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας, ως την τελευταία στιγμή που ξεψύχισε».10


Στο τεκμήριο GR-OF CA SING-S01-F02-SF001-0072 (1544), https://cavafy.onassis.org/el/object/4bwa-782n-5p3g/, με ημερομηνία 16/06/1928, ο Καβάφης ενημερώνει το ζεύγος Σεγκόπουλου για καθημερινά θέματα και τους ζητά να έλθουν σε επαφή με λογοτέχνες στην Αθήνα. Διακρίνονται αναφορές στα ονόματα των Κώστα Ουράνη, Μάριου Βαϊάνου και Κώστα Καρυωτάκη (Λήψη 1).


Στο τεκμήριο GR-OF CA SING-S01-F02-SF001-0080 (1552), https://cavafy.onassis.org/el/object/syma-y2af-rw35/, με ημερομηνία 06/07/1928, ο Καβάφης απευθύνεται προς τον Αλέκο Σεγκόπουλο και αναφέρεται ξανά στις ημερομηνίες αποστολής των επιστολών (Λήψη 1: «Η σφραγίς του Αλεξανδρινού ταχυδρομείου ήταν 4 Ιουνίου, του Αθηναϊκού 30.»). Ο Καβάφης μεταφέρει νέα για το περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη, ζητώντας από τον Σεγκόπουλο να τα μεταβιβάσει και στη σύζυγό του, Ρίκα, ενώ περιγράφει μια θεατρική παράσταση που παρακολούθησε στην Αλεξάνδρεια (Στο πανηγύρι του Π. Χορν), με πρωταγωνιστές την Κοτοπούλη, τον Μινωτή και τον Γληνό. Στην επιστολή διακρίνονται επίσης αναφορές στα ονόματα των Μάριου Βαϊάνου και Γιώργου Βρισιμιτζάκη, ενώ ο Καβάφης ζητά πληροφορίες από τον Σεγκόπουλο για το Παράσημο του Φοίνικος.


Στις 06/05/1930, ο Καβάφης γράφει προς τη Ρίκα Σεγκοπούλου, μεταφέροντας νέα από την Αλεξάνδρεια. Αναφέρεται σε διάλεξη του Scaife για τον Tennyson, στέλνει χαιρετίσματα στον Ξενόπουλο και ευχαριστίες στον Λαπαθιώτη για κάποιο άρθρο του, ενώ δεν παραλείπει να συμβουλεύσει και τους δύο να ντύνονται ζεστά: («Λες ότι ο καιρός είναι δροσερός […] να προσέξετε και συ και ο Αλέκος το τι φορείτε.», Λήψη 2).Μπορείτε να δείτε το τεκμήριο GR-OF CA SING-S01-F02-SF001-0089 (1576), εδώ: https://cavafy.onassis.org/el/object/r6kp-dzek-5pcc/.




1 Βλ. M. Lasithiotakis, M. Vasileiadi, «Choses dites, choses tues: la correspondance intime de Constantin Cavafy», Inverses (2010), σ. 93.

2 Ό. π.

3 Δ. Δασκαλόπουλος, «Ο επιστολογράφος Καβάφης», στο Δ. Δασκαλόπουλος, Εις τα περίχωρα Αντιοχείας και Κερύνειας. Καβάφης-Σεφέρης, Ίκαρος, Αθήνα 2006, σ. 71.

4 Ό. π.

5 Ό. π.

6 P. Jeffreys, «Εισαγωγή» στο E. M. Forster-Κ. Π. Καβάφης, Φίλοι σε ελαφρήν απόκλιση, μτφρ. Κ. Γκίκα, Ίκαρος, Αθήνα 2013, σ. 17.

7 Μ. Βασιλειάδη, «“Όταν το τραίνο δεν ήτο πλέον ορατόν”: με αφορμή την αλληλογραφία Καβάφη‐Σεγκόπουλου», Το Δέντρο, 193‐194 (2013), σ. 19.

8 Ό. π.

9 Ό. π.

10 Β. Καραγιάννης, «Ο θάνατος του Καβάφη», Τεύχη του ΕΛΙΑ 2 (1989), σ. 96 [2].