Γιατί χρειαζόμαστε αρχεία όταν διδάσκουμε λογοτεχνία;

Οι στόχοι της σύγχρονης αξιοποίησης ψηφιακών λογοτεχνικών αρχείων στο σχολικό περιβάλλον ίσως γίνουν σαφέστεροι αν ξεκινήσουμε με μια μικρή ανασκόπηση. Όπως όλοι γνωρίζουμε, στη διάρκεια των τελευταίων περίπου 40 ετών, η λογοτεχνική εκπαίδευση στην Ελλάδα στράφηκε, σταδιακά αλλά αποφασιστικά, προς την κατεύθυνση της ανάγνωσης και της ερμηνείας του κειμένου. Αυτή η στροφή πραγματοποιήθηκε υπό την επίδραση διάφορων θεωρητικών ρευμάτων, αρχής γενομένης από την αμερικανική Νέα Κριτική και τον γαλλικό Δομισμό, που έδωσαν προτεραιότητα στο «κείμενο καθαυτό» και στη συστηματική του εξέταση, σφραγίζοντας σε βάθος τα ζητούμενα της σύγχρονης φιλολογίας, τόσο στο επίπεδο της έρευνας όσο και σε εκείνο της διδασκαλίας. Η πρωτοκαθεδρία της «κειμενικής κριτικής», στις ποικίλες εκδοχές της, οδήγησε, μεταξύ άλλων, στην απόρριψη παλαιότερων αντιλήψεων, που εστίαζαν στον συγγραφέα ως βιογραφικό υποκείμενο, στην ανάδειξη της πνευματικής και καλλιτεχνικής του «ιδιοφυΐας» και, γενικότερα, στην έκφραση νοσταλγίας για την υποτιθέμενη χαμένη αθωότητα του παρελθόντος. Με τον τρόπο αυτό –και ασφαλώς ειρωνικά–, το όνειρο για τη φιλολογία ως προσομοίωση θετικής επιστήμης, που πρωτοεμφανίστηκε με τον παραδοσιακό ιστορικισμό του 19ου αιώνα, ανανεώθηκε και ενισχύθηκε στον προχωρημένο 20ό, μέσα από την απόρριψη κάθε ιστορικής οπτικής ή πλαισίωσης. Για αρκετούς θεωρητικούς, η ενασχόληση με αρχειακά τεκμήρια αποτελούσε ιστοριοδιφικό κατάλοιπο ή μια εκδήλωση φετιχισμού, ντιλεταντισμού ή και «λατρείας της προσωπικότητας».

Η πρόσφατη στροφή της λογοτεχνικής εκπαίδευσης προς τη συστηματική αξιοποίηση αρχειακών τεκμηρίων ασφαλώς και δεν αποτελεί οπισθοχώρηση προς τις παραδοχές της παλαιότερης φιλολογικής παράδοσης, στο «πριν από τη θεωρία» (μια συνθήκη που βέβαια δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να επιστρέψει). Αντιθέτως, η στροφή προς τα αρχεία εντάσσεται σε μια προσπάθεια για διεύρυνση και ενίσχυση των δυνατοτήτων της ανάγνωσης, που θα αξιοποιεί ολόκληρο το εύρος της κατακτημένης θεωρητικής εμπειρίας, αλλά προς μια κατεύθυνση λιγότερο ναρκισσιστική από ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν. Τα αρχειακά κατάλοιπα των συγγραφέων μάς βοηθούν, μεταξύ άλλων, να κατανοήσουμε την ετερότητα του λογοτεχνικού παρελθόντος – να αντιληφθούμε ότι τα λογοτεχνικά κείμενα δημιουργήθηκαν σε περιστάσεις πολύ διαφορετικές από τις δικές μας και απευθύνονταν, με τρόπους που στις μέρες μας δεν αναγνωρίζουμε καν, σε αναγνώστες ριζικά αλλιώτικους από εμάς και τους μαθητές μας. Ακόμα, τα χειρόγραφα και τα σχεδιάσματα των συγγραφέων μάς βοηθούν να εξηγήσουμε –και να κατανοήσουμε και οι ίδιοι– ότι κάθε λογοτεχνικό έργο έχει μια υπόσταση απτή και εμπράγματη· ότι είναι προϊόν μόχθου, βούλησης και επίμονης άσκησης· ότι η ολοκλήρωσή του συχνά προϋποθέτει την κατ’ εξακολούθηση υπέρβαση της προσωπικής συγγραφικής ικανότητας ή του ατομικού «ταλέντου»· και ότι η καταξίωσή του –και του/της συγγραφέα του– επίσης δεν είναι άυλη και ιδεατή, αλλά προϊόν ενός σύνθετου πλέγματος ενεργειών, συμφωνιών, διαμεσολαβήσεων και διαπραγματεύσεων, στις οποίες ενέχονται πολύ περισσότερα πρόσωπα από ό,τι συνήθως φανταζόμαστε. Η εξοικείωσή μας με τις οικολογίες της γραφής1 που αποκαλύπτει ένα αρχείο, δηλαδή η αναγνώριση της υλικής διάστασης του κειμενικού πολιτισμού και του καθοριστικού ρόλου των διαθέσιμων πολιτισμικών τεχνολογιών, αλλά και ποικίλων κοινωνικών λειτουργιών και δικτυώσεων, σε κάθε στάδιο της δημιουργικής διαδικασίας, είναι πολύτιμα εργαλεία στην προσπάθειά μας να ανανεώσουμε τις διδακτικές μας πρακτικές και να κεντρίσουμε εκ νέου το ενδιαφέρον των μαθητών μας. Όπως έχει επισημανθεί, εξάλλου, η «πραγματικότητα» που αποκαλύπτει το αρχείο είναι «ο τόπος στον οποίο συναντάμε ό,τι πιο αληθινό υπάρχει στη λογοτεχνία: την απαρχή του νοήματος, τη δημιουργικότητα φωλιασμένη σε απτά τεκμήρια».2 Η κρίσιμη ιστορική και πολιτισμική διάσταση της λογοτεχνίας, η οποία πολλές φορές αγνοείται στο πλαίσιο της διδασκαλίας, μπορεί να επιστρέψει στην εκπαίδευση με την ένταξη των λογοτεχνικών αρχείων σε αυτήν, ως αντικειμένων προς μελέτη.

Μπορείτε να παρακολουθήσετε την τρίτη συνεδρία της εκδήλωσης «μιαν υδατογραφία άνευ υπογραφής»: Οργάνωση και πολιτική διάθεσης αρχειακών πηγών, αντικείμενο της οποίας είναι η χρήση των αρχείων στην εκπαιδευτική πρακτική, εδώ:

Η τρίτη συνεδρία έχει τίτλο «Η χρήση των αρχείων στην εκπαιδευτική διαδικασία».




1 Σχετικά με τον όρο, βλ. το αφιέρωμα “Writing Ecologies: Material, Critical, Digital, Cultural, and Academic Perspectives” (edited by C. McLean), Pedagogies: An International Journal, Vol. 7, 3 (2012), p. 203-267.

2 R. Trachsler, “How to Do Things with Manuscripts: From Humanist Practice to Recent Textual Criticism”, Textual Cultures>, Vol. 1, No. 1 (Spring 2006), p. 5-28 (9).