«Cavafy en pantoufles»: Ένα ημιτελές σχεδίασμα βιογραφίας
Χαρακτηριστικό δείγμα της προσπάθειας της Σεγκοπούλου να αναδείξει τον άνθρωπο Καβάφη είναι η προσπάθειά της να γράψει τη βιογραφία του. Η ίδια φαίνεται πως καταπιάστηκε με ένα σχετικό εγχείρημα, το οποίο ουδέποτε ολοκλήρωσε και δημοσίευσε. Στο τεκμήριο GR-OF CA SING-S01-F01-0017 (1633), https://cavafy.onassis.org/el/object/an28-xcpz-e35g/, διασώζονται σημειώσεις αυτής της βιογραφίας, η οποία θα είχε τίτλο «Cavafy en pantoufles». Οι συγκεκριμένες σημειώσεις μοιάζουν να αποτελούν ένα προσχέδιο εισαγωγής, στο οποίο η Σεγκοπούλου επιχειρούσε να συστήσει τον άνθρωπο Καβάφη στο ευρύ κοινό.
Στην πρώτη σελίδα αυτών των σημειώσεων (Λήψη 1), η Σεγκοπούλου αναφέρει τα εξής: «Αν καταπιάνομαι με τον Καβάφη, αν γράφω το “Cavafy en pantoufles” εγώ είναι γιατί νομίζω πως μόνο εγώ μπορώ να το κάνω. Έζησα πλάι του δέκα ολάκερα χρόνια, τα τελευταία, δεν έχω μαζί του καμιά συγγένεια εξ αίματος για να κωλύομαι να τον παρουσιάσω όπως ήταν, έχω στα χέρια μου όλο το οικογενειακό του αρχείο, την αλληλογραφία του, τις σημειώσεις του.»
Στο τεκμήριο «Στις 29 Απριλίου…», GR-OF CA SING-S01-F01-0005 (1634), https://cavafy.onassis.org/el/object/29/, που χρονολογείται με σχετική ασφάλεια το 1934, η Σεγκοπούλου επιχειρεί και πάλι να βιογραφήσει τον ποιητή. Το τεκμήριο αποτελείται από τρία σχεδιάσματα κειμένου με αφορμή την επέτειο ενός έτους από τον θάνατο του Καβάφη και εστιάζει στον άνθρωπο Καβάφη και στις τελευταίες ημέρες της ζωής του.
Παρομοίως, στο τεκμήριο GR-OF CA SING-S01-F01-0015 (1631), https://cavafy.onassis.org/el/object/u-416/, η Σεγκοπούλου αναφέρεται σε στοιχεία του χαρακτήρα του Καβάφη, όπως για παράδειγμα στη φιλαρέσκειά του, αλλά και στην καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία.
Σε αρκετά μεταγενέστερη διάλεξή της για τον ποιητή, που φαίνεται πως πραγματοποιήθηκε κατά το έτος 1956,1 η Ρίκα Σεγκοπούλου αναφέρεται στον ρόλο της ως βιογράφου του Καβάφη, στην αμεροληψία της και στην ικανότητά της να προσεγγίσει αντικειμενικά τον ποιητή:
«Όσοι ξέρουν πρόσωπα και πράγματα της Αλεξανδρινής πνευματικής ζωής της τελευταίας εικοσιπενταετίας θα απορούν πώς άφησα να περάσουν τόσα χρόνια από τον θάνατο του Καβάφη για να μιλήσω για τη ζωή και το έργο του, ενώ έχοντας ζήσει στο στενό σπιτικό του περιβάλλον, κατά τα τελευταία χρόνια του βίου του, και έχοντας επιδοθή στη μελέτη και του ανθρώπου και του ποιητή, είχα όλα τα εφόδια για να δώσω στον πνευματικό μας κόσμο την εικόνα του πραγματικού Καβάφη, τοσούτον μάλλον που το οικογενειακό του αρχείο που περιήλθε μετά τον θάνατό του στα χέρια μου, μού’διναν την ευκαιρία να ερευνήσω τα “Καβαφικά Προβλήματα”, και να καταφέρω να βρω την απάντησι σε πολλά ερωτηματικά που εξακολουθούν να τυραννούν τον καλόπιστο Κριτικό και να δαιμονίζουν τον κακόπιστο […] Ο κυριώτερος λόγος που άφησα να περάσει ένα μεγάλο διάστημα πριν καταπιαστώ με τον Καβάφη είναι που ήθελα η προοπτική του χρόνου να σταθεί, τρόπον τινά, εχέγγυο της αντικειμενικότητας, της σχετικής πάντοτε, –απόλυτη αντικειμενικότητα δε νομίζω να υπάρχη–, των όσων θα είχα να πω.»2
Έχοντας διαβάσει όσα επισημαίνει η Ρίκα Σεγκοπούλου για τη σχέση της με τον Καβάφη και τη γνώση της γύρω από τον καβαφικό βίο, δείτε το παρακάτω απόσπασμα από το άρθρο του Δημήτρη Δημηρούλη, «Βιογραφία-Αυτοβιογραφία-Ημερολόγιο»:
«Στην περίπτωση όμως της βιογραφίας υπάρχει μια συνθήκη που διαφοροποιεί τη σχέση με τη λογοτεχνική σύμβαση. Πρόκειται για την επιδίωξη ή την προσδοκία της αλήθειας και της αντικειμενικότητας. Πολλοί συγγραφείς βιογραφιών ισχυρίζονται ότι επεδίωξαν να αποδώσουν την πραγματικότητα της ζωής του ήρωά τους, ότι ερεύνησαν αρχεία, ρώτησαν ανθρώπους, διασταύρωσαν πληροφορίες, εξακρίβωσαν γεγονότα και προσπάθησαν γενικά να προσεγγίσουν την αλήθεια. Αλλά και οι αναγνώστες ενώ απολαμβάνουν τη γοητεία της μυθοπλασίας, κινούνται σε έναν ορίζοντα προσδοκιών που τείνει να ταυτίσει, τελικά, την αφήγηση του βίου με τον ίδιο τον βίο.»3
Έχοντας επίγνωση των συμβάσεων της βιογραφίας, η Ρίκα Σεγκοπούλου φαίνεται πως ενδιαφέρεται να καλλιεργήσει μια αίσθηση αληθοφάνειας για τα λεγόμενά της, επιδιώκοντας να πείσει τους αναγνώστες της για την ακρίβεια των πληροφοριών που μεταφέρει.
1 Ρ. Σεγκοπούλου, «37 χρόνια ύστερα από τον θάνατό του: Ο Καβάφης», σε Αφιέρωμα στον Καβάφη του «περιοδικού τέχνης και γραμμάτων» Ορίζοντες,, 2 (1970). Στο περιοδικό σημειώνεται ως ημερομηνία το έτος 1958, ενώ ο Β. Καραγιάννης αναφέρει πως η σωστή χρονολογία είναι το έτος 1956. Βλ. Β. Καραγιάννης, Ο θάνατος του Καβάφη, ό. π., σ. 6.
2 Ρ. Σεγκοπούλου, ό.π., σ. 1.
3 Δ. Δημηρούλης, «Βιογραφία-Αυτοβιογραφία-Ημερολόγιο», Ποιητική 9 (άνοιξη-καλοκαίρι 2012), σ. 67 [67-85].