Τεύχη
Στο υπόλοιπο της ζωής του, όπως είναι γνωστό, ο ποιητής συνέχισε να τυπώνει και να διανέμει τα ποιήματά του. Από το 1904 και εξής, όμως, ο Καβάφης ξεκινά να οργανώνει τα ποιήματά του σε εκδόσεις που συγκεντρώνουν περισσότερα ποιήματα.
Αναλυτικά, τα αυτοσχέδια αυτά «βιβλία», τα οποία συνέθετε μόνος του ο ποιητής, εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες: «τεύχη» και «συλλογές». Μία βασική διαφορά ανάμεσα στα δύο είναι ότι τα μόλις δύο τεύχη που τυπώθηκαν από τον Κ. Π. Καβάφη (το 1904/5 και το 1910) είναι δεμένα σαν κανονικά βιβλία, σε αντίθεση με τις καβαφικές συλλογές (δέκα στον αριθμό), οι οποίες αποτελούνται από συνενωμένα μονόφυλλα ποιημάτων.1 Πέρα από τις μορφολογικές και θεματικές διαφορές των δύο κατηγοριών, αξίζει να αναφερθεί ότι οι δύο όροι χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά από τον ίδιο τον ποιητή για τις αντίστοιχες εκδόσεις του. 2
Το πρώτο από τα δύο καβαφικά τεύχη τυπώθηκε πιθανότατα ανάμεσα στον Δεκέμβριο του 1904 και τον Φεβρουάριο του 1905,3 και αντίτυπό του μπορούμε να βρούμε στο τεκμήριο GR-OF CA CA-SF01-S01-F02-SF002-0001 (2061), https://cavafy.onassis.org/el/object/u-482/.
Το τεύχος, που τυπώθηκε στο τυπογραφείο Λαγουδάκη, συγκεντρώνει για πρώτη φορά 14 ποιήματα, τα περισσότερα από τα οποία είχαν προηγουμένως δημοσιευτεί στον Τύπο ή σε φυλλάδια.4 Όπως σημειώνει ο Γ. Π. Σαββίδης, από το 1904 και μετά, το έντυπο τεύχος αντικαθιστά τα χειρόγραφα ποιημάτων, που μέχρι τότε διανέμονταν από τον ίδιο τον ποιητή μαζί με τα έντυπα φυλλάδιά του. Παράλληλα, τα τεύχη προορίζονται για ιδιωτική διανομή και τα περιεχόμενά τους αποτελούν επιλογή από περισσότερα ποιήματα.5
Για την τομή που συντελείται το 1904/5 με την εκτύπωση του πρώτου καβαφικού τεύχους, ο Γ. Π. Σαββίδης σημειώνει:
«Πρακτικά τώρα: ποια είναι η βασική διαφορά του εντύπου από το χειρόγραφο; Η πανομοιότυπη αναπαραγωγή ενός κειμένου σε πολυάριθμα αντίτυπα· με άλλα λόγια: ο πολλαπλασιασμός μίας παγιωμένης μορφής. Δεν είναι δύσκολο να δούμε ότι για τον Καβάφη –και μάλιστα στα χρόνια όπου η ποιητική του είναι ακόμα ρευστή και τα εκφραστικά του προβλήματα οξύτατα– εκείνο ακριβώς που για τους περισσότερους είναι η κυριότερη αρετή του εντύπου, για τούτον μπορούσε να είναι το μεγαλύτερο μειονέκτημα. Τον είδαμε να δημοσιεύει, ύστερα από πολλούς δισταγμούς και αναβολές, ποιήματα σε εφήμερα έντυπα, και να τα ξαναδημοσιεύει κατά κανόνα επεξεργασμένα· τον είδαμε να τυπώνει έξι ποιήματα σε φυλλάδια, μα δεν ξέρουμε να τα κυκλοφόρησε παρά διορθωμένα και σπαραγμένα […] Και μονάχα όταν τελειώσει την δεύτερη αναθεώρηση της ποιητικής του, τότε τον βλέπουμε να εκδίδει το πρώτο τεύχος (Β1)· πράξη παράτολμη, μπορεί κανείς να πει […] Πράξη αποφασιστική, μολαταύτα, γιατί όχι μόνο σημαδεύει το τέρμα ορισμένων αναστολών του απέναντι στο έντυπο, αλλά και θα τον οδηγήσει κατόπιν στη μεγάλη του εκδοτική ανακάλυψη: αφού το έντυπο αντικαθιστά το χειρόγραφο, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το αντίτυπο σαν αντίγραφο.»6
Το δεύτερο καβαφικό τεύχος τυπώνεται το 1910 και περιέχει αρχικά δέκα και αργότερα (σε επαυξημένη μορφή) δεκατέσσερα ποιήματα. Αντίτυπο του τεύχους, που φαίνεται ότι τυπώνεται κατ’ επανάληψη από τον Κ. Π. Καβάφη μέχρι και το 1915,7 βρίσκουμε στο τεκμήριο GR-OF CA CA- SF01-S01-F02-SF002-0002 (2062), https:// cavafy.onassis.org/el/object/u-483/.
Σχετικά με τα δύο καβαφικά τεύχη, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο αρχείο σώζονται επίσης και οι κατάλογοι διανομής τους στα τεκμήρια GR-OF CA CA-SF01-S01-F03-SF002-0001 (50), https://cavafy.onassis.org/el/object/1904/, και GR-OF CA CA-SF01-S01-F03-SF002-0002 (51), https://cavafy.onassis.org/el/object/1910/, αντίστοιχα. Όπως σημειώνει ο Γ. Π. Σαββίδης, οι κατάλογοι διανομής των δύο τευχών «επιβεβαιώνουν και την ιδιωτική τους κυκλοφορία και τεκμηριώνουν τον κατεξοχήν “οικογενειακό” χαρακτήρα του κύκλου διανομής τους».8 Άλλωστε, όπως έχουμε ήδη δει, τόσο τα καβαφικά τεύχη όσο και οι συλλογές δεν κυκλοφορούσαν μέσω κάποιου εκδοτικού οίκου ή βιβλιοπωλείου, αλλά ο ίδιος ο Καβάφης φρόντιζε να τα προωθήσει σε φίλους, γνωστούς και αναγνώστες του έργου του.
Ο ιδιωτικός αυτός χαρακτήρας των τευχών αποδίδεται σε αίτια «κυρίως πρακτικά και δευτερευόντως ψυχολογικά […] ο Καβάφης τυπώνει μόνος του τα ποιήματά του γιατί δεν έχει εκδότη, και τα χαρίζει σε όσους του τα ζητούν γιατί έχει την βεβαιότητα πως δε θα τα αγόραζαν και την ελπίδα πως θα τα εκτιμήσουν ίσως περισσότερο όντας εκτός εμπορίου. Και η λύση αυτή –που δεν είναι πέρα από τις οικονομικές του δυνατότητες– τον βολεύει πολλαπλά: και γιατί ακόμα δεν τολμάει να δημοσιέψει παρά ένα μέρος του έργου του, και γιατί δεν αισθάνεται ακόμα σίγουρος πως και το μέρος αυτό έχει βρει την τελική του μορφή.»9
1 Γ. Π. Σαββίδης, ΚΕ, ό.π., σ. 35-36.
2 Ό.π., σ. 35, 47.
3 Ό.π., σ. 44.
4 Εξαιρείται το ποίημα «Επιθυμίες», που φαίνεται ότι δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο παρόν τεύχος, βλ. ό.π.
6 Ό.π., σ. 152.
7 Ό.π., σ. 46.
8 Ό.π., σ. 155.
9 Ό.π. , σ. 173.